Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
«Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα,
και μένει πάντα ζωντανό, ή ρόδι φάει ή βρίζα,
αυτό το βόδι το μανό π’ όσο βαθιά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει,
και που το κράζουνε λαό»
(«Φωτεινός», Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
Το πίσω μην είναι μπροστά; Το παρελθόν μη φτιάχνει μέλλον; Πώς καθορίζεται ο τρόπος του ζην σε σχέση με την ιστορία του ανθρώπου;
Πατούμε στο σήμερα έχοντας έλθει από το παρελθόν για να συνεχίσουμε στο μέλλον. Οι ρίζες της ζωής δε χάνουνται απροσδιόριστα στη γης αλλά στο δένδρο βρίσκουν αξία. Σε αυτό σημασιοδοτούνται και χυμόνουνται από το ουσιαστικό περιεχόμενο του ζην, ως μέρος μιας ύλης φυσικής, που η συνέχεια καθορίζει το όλον της. Δεν είναι συνεπώς αποκομμένες από το Είναι, σκόρπιες κι απροσδιόριστες στο χωμάτινο παρόν, σα σε αυτό να ενταφιάζονται!
Είμαστε παρόντες όντας παρελθόντες, είμαστε ζωτικοί όντας πνοημένοι από ύλη της φύσης μας, της ζωής μας, που μεστώνεται ώστε μελλοντικά να πονηθεί, όντας ζώσα διαιωνίως και διαπνεόμενη από τον Ιχώρ της φύσης της. Μα μολοντούτο δεν υφιστάμεθα ως ζώντες, παρά ως συμβαίνοντες στο ζην. Και τούτο διότι δε ζυμωνόμαστε στη γης, δεν πλαθόμεθα ζωτικοί, αφού τις ρίζες μας έχουμε αποκόψει από αυτήν!
Σύνθετη γίνηκε η ζωή μας και πολύπλοκα υπάρχουμε, γι’ αυτό και δε νοούμε το παρόν ως προερχόμενο από το παρελθόν, ως φυσική συνέχεια του Είναι, στα πλαίσια μιας διαρκούς και διαχρονικής ολότητας. Η σήμερη αυθυπαρξία μας προσδιορίζει την αοριστία μας, αφού το απλό ως δέον εχάθη στην πολυσυνθετότητα του ουτιδανού που μας καθορίζει και μας κάμει άρριζους στη ζωή, άστεργους κι άπατρεις απάνου στη γης. Ασυνεχείς κι απροσδιόριστοι, ανισόρροποι κ’ ισοπεδωτές, αδήλωτοι ως υπάρξεις, ακροβατούμε σε απροσδιόριστα κενά, που οδηγούν στον καταπεσμό μας.
Το παρελθόν αγνοείται, δεν υπολογίζεται, αφού η κοινωνία εννοεί την προαγωγή μέσα από την παραγωγή, ξεκομμένη από τη δημιουργία, χωρίς στέριωμα κι ανάταση. Η ζωή όμως ως κοινωνία, δε νοείται χωρίς τη συνέχεια και την ακολουθία, χωρίς –δηλαδή– το παρελθόν, στ’ οποίο βρίσκονται οι ρίζες του δένδρου της ζωής. Η αποσύνδεση από τις ρίζες, η αποκοπή τους μέσα από τη λογική της απαξίωσης ή του μηδενισμού του παρελθόντος, κάμει το οικοδόμημα της ζωής σαθρό, ετοιμόρροπο, χωρίς θεμέλια, που η σάρωση των καιρών θα φέρει συντελικά την κατεδάφισή του. «Το παρελθόν είναι πρόλογος», είχε εύστοχα πει ο Σαίξπηρ…
Η δημιουργία μέσα από την παράδοση, μέσα από τη μνήμη και το ζωντανό παρελθόν, προσδιορίστηκε όμορφα από τον Ίωνα Δραγούμη ως εξής: «Στο ρίζωμα του Ελικώνα –έλεγε ο Δραγούμης–, στη σημερινή Λιβαδειά κοντά, είναι μια μεγαλόπρεπη ρεματιά με ψηλούς, πέτρινους, απότομους, βουνίσιους όχτους, που τα νερά της αναβρύζουν από τις δύο πηγές, μέσα σε βράχινες σπηλιές. Η μία ονομάζεται πηγή της Λήθης, η άλλη της Μνημοσύνης. Μου φαίνεται πως η επιβλητική αυτή τοποθεσία βίασε τους αρχαίους Έλληνες να σταματήσουν εκεί δα πέρα, για να στοχαστούν την τύχη του ανθρώπου και να συμπεράνουν πως μήτε να θυμάται παντοτινά μπορεί και πρέπει, μήτε να ξεχνά παντοτινά. Και τον βαθύ αυτόν στοχασμό τους τον συμβόλισαν με τις αναβρυτικές πηγές. Για τα έθνη, θύμηση είναι η παράδοση, που όταν καταντά ολότελα συνειδητή, λέγεται ιστορία και λησμονιά. είναι η ορμή της δημιουργίας».
Η θύμηση και τ’ ακολούθημά της είναι παράδοση, είναι ρίζες, είναι σοφία. Είναι το πράξιμο του λαού που πόνεσε για να υπάρξει, που πάλεψε για να σταθεί. Είναι, συνεπώς, κάτι πιο βαθύ από γεγονός, από κατάσταση, από πράξη, αφού κουβαλά νοήματα και ιδέες, γνώσεις και συναισθήματα, βιώματα κι αξίες. Είναι συνεπώς μνήμη, είναι διδαχή, είναι ουσία. Όποιος έτσι δει το παρελθόν, θα κερδίσει, αφού δε θα χαθεί σε βάθη κι εξηγήσεις αστόχαστες, σε βύθη κατ’ ουσίαν ανάρμοστα, που χωρίς τέλος θα σβήνουν την ύπαρξη στην καθημερινότητα –η οποία, τόσο οικτρή είναι!.. Το παρελθόν, συνεχώς αποκαλύπτει, συνεγείρει, διδάσκει, πνοεί. Πλουτίζει και δεν αποκρύβει το παρόν –τουναντίον, το αποκαλύπτει! Μην το αγνοούμε συνεπώς. Έχει πάντα κάτι να πει, έχει πάντα κάτι να δώσει, όπως στοχαστικά λέγει ο καλός μας ποιητής: «Αχ πόσα μας επιφυλάσσει ακόμη / το παρελθόν…» («Το παρελθόν», Μάνος Ελευθερίου).
Από τις ρίζες λοιπόν ο άνθρωπος εκκινεί. Χάρη σε αυτές παίρνει θρέψη και φτιάχνει χυμούς ζωής. Στις ρίζες απαντέχει, εκεί πονεί και υπάρχει. Είναι ο πόνος της δημιουργίας, η έγνοια για προσπάθεια συνεχή, η εντρύφηση στα θέμελα˙ εν πέλαο δημιουργίας κι αξιών, ένα πεδίο ευθύνης και συλλοής˙ για ν’ ασκηθείς και να πάρεις νάμα, ώστε με «λογισμό κι όνειρο» (λόγια βαθυνόητα του Διονυσίου Σολωμού) να πράξεις μικρέ άνθρωπε της γης… «Όταν ανεβαίνουμε στις πλάτες των προγόνων βλέπουμε μακρύτερα», έλεγε με νόημα ο Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Η παράδοση είν’ από τη φύση της έννοια δυναμική. Είναι δεσμός και συνέχεια, σπουδή και γνώση, κληρονομιά κι ευθύνη: για δημιουργία, για την προοπτική του μέλλοντος.
Η παράδοση «παραδίδεται», όπως από την έννοια της προκύπτει, συνεχίζεται, είναι διαρκής. Ως τέτοια, συμπληρώνεται κι εμπλουτίζεται σύμφωνα με τις καταστάσεις της ζωής, με το βίο του ανθρώπου, αφού συνεχώς νέες εμπειρίες και πράξεις της ζωής την κάμνουν πλουσιότερη και «σοφότερη». Το προχώρημα στα μπρος εδράζεται στην παράδοση, αφού χωρίς θέμελα, χωρίς πηγές και ρίζες, το οικοδόμημα της ζωής μένει αστήριχτο κ’ ετοιμόρροπο. Η παράδοση βαθύνεται από την ανθρώπινη πράξη κι εμπειρία, που την ανάγει έτσι σε διδαχή ζωής.
Η παράδοση είναι ακόμα αγκαλιά −η τεράστια αγκαλιά της ψυχής του ανθρώπου–, μιαν αγκαλιά στην οποία χωρούν τ’ ανθρώπινα, όσο πολλά κι αν είναι, όσο κι αν πληθύνονται και μεγεθύνονται. Σ’ αυτή την αγκαλιά της ζωής βρίσκει απαντοχή ο άνθρωπος από τα συμβαίνοντα, εκεί βρίσκει τη μήτρα της προσπάθειάς του: στην αγκαλιά της ζώσας παράδοσης. Σ’ αυτήν βρίσκει τα θέμελα, τη ζεστασιά της μητρός, τη σοφή σκέψη του μέντορα, τη διδαχή του δασκάλου. Εκεί οι πηγές της ύπαρξης, το «γάλα» της μάνας, οι ρίζες της ζωής.
Λέγει για την ιδιαιτερότητα του ελληνικού λαού νάχει παράδοση ο φωτογράφος και στοχαστής της ύπαιθρης Ελλάδας Κώστας Μπαλάφας: «Εμείς είμαστε λαός με πλούσια καλλιτεχνική και λόγια παράδοση και κουβαλάμε μέσα μας το βαρύ πολιτισμικό φορτίο τόσων γενεών, καταβολές που οι αρχές τους χάνονται στα βάθη των αιώνων από τα πανάρχαια χρόνια της μυθολογίας και της ιστορίας. Έχουμε τη δική μας συμπεριφορά στις καθημερινές μας σχέσεις και είμαστε δεμένοι μεταξύ μας με συγγενικούς δεσμούς που ξεπηδούν μέσα από τις γενιές. Ιστορία και παράδοση αυτού του τόπου είμαστε όλοι εμείς που γεννηθήκαμε εδώ, που ζούμε εδώ και αποτελούμε την αδιάσπαστη συνέχεια της φυλής μας, που μας κληροδότησε πολιτιστικό υπόβαθρο και καλλιτεχνική κληρονομιά να μπορούμε με σιγουριά να στηριχθούμε, να ζήσουμε και να δημιουργήσουμε» (από τις «Διαλέξεις για την πολιτιστική μας κληρονομιά», Ακαδημία Δημιουργικής Φωτογραφίας, 2005).
Κίνδυνοι στείρας προσκόλλησης στις παραδοσιακές γραφές, βεβαίως και υπάρχουν. Κίνδυνοι που συνίστανται στην άκαρπη αποδοχή του παρελθόντος, χωρίς την κρίση, την ανάλυση, την εύρεση, που θάκαμε παραγωγικό το παρελθόν, θεωρημένο στο σήμερα κι αποδοσμένο αξιακά, επίκαιρο και πάντα χρήσιμο. Αυτή η προσκόλληση αποτελεί βυζαντινισμό, δηλώνει στασιμότητα, στείρωση˙ είναι ψυχική νάρκωση.
Το παρελθόν στην τέτοια του θεώρηση προσπερνιέται εάν ο άνθρωπος δει καθαρά τη συνέχειά του και τη νοήσει ως ολότητα ζωής. Εάν προσδιοριστεί με νόημα κι αίσθηση και βάλει σκοπό, στόχο. Εάν δει το παρελθόν ως πηγή για ν’ αντλήσει και να δημιουργήσει. Τότε θα προχωρήσει και θα χαράξει πορεία, ως συνέχεια της ζωής. Το νέο, το σύγχρονο, δε θα συγκρουστεί με το παλιό, που θάναι η ρίζα του –το αντίθετο μάλιστα, θ’ αποτελέσει συνέχειά του, προέκτασή του. Ο σύγχρονος άνθρωπος που απορρίπτει το παρελθόν, που το αγνοεί ή το πολεμά, είναι ο αρνητής της ζωής του, ο συντελικός προαγωγός της ασυνέχειάς του, που δε χωρά πουθενά και δεν τον κρατεί η γης διότι δε νοιώθει Επαφός της. Πάσχει ως παθών στο ζην και λειτουργεί ως βάλλων σε αυτό, αποσυνέχοντάς το κι απορρίχνοντάς το. Θύτης και θύμα μαζί, μοιραίος κι άραχνος… –οποία αδιανόητη δυστυχία! Απορρίπτει μετά τούτων το παρελθόν, θεωρώντας ως οπισθοδρόμηση την αποδοχή του και μη συμβατή με το μοντερνισμό του τη βάδιση στην πορεία της συνέχειάς του.
Σημειώνει πάνου σε τούτα ο στοχαστικός πεζογράφος μας Στρατής Μυριβήλης: «Πολλοί τρέμουν πράγματι να μη θεωρηθούν, να μην περνιούνται ως καθυστερημένοι. Και εκστασιάζονται από κάθε αηδή νεωτερισμό και παριστάνουν τον ενθουσιασμένο μπροστά σε κάθε “αρλούμπα”, ιδεολογική ή καλλιτεχνική, που εμφανίζεται στην άρνηση ενάντια σε κάθε μορφή ζωής, στοχασμού ή τέχνης, που κινείται μέσα σε φυσικές και ανθρώπινες αναλογίες». Απόλυτος στην κρίση του ο Μυριβήλης και κατακριτικό αν όχι οργισμένο θα τον λέγαμε για τη συμπεριφορά των συγχρόνων. Όχι, δε θ’ απορρίψουμε το σύγχρονο, το νέο. Θα το ιδούμε όμως στα πλαίσια της συνέχειάς μας, και θα το εντάξουμε στο ζην ως δημιουργία πώχει θεωρηθεί αξιακά και λογιστεί υπαρκτικά, σύμφωνα με τη θεμελιακή συγκρότησή μας. Η απόρριψη αντίθετα της παράδοσης, η απαξίωση και ο μηδενισμός της, με το αιτιολογικό του κινδύνου της στείρας προσκόλησής μας σ’ ένα μη παραγωγικό και μη χρήσιμο παρελθόν, μάλλον δείχνει την πτωχεία κι, εντέλει, την ευτέλειά μας να μη νοούμαστε αξιακά και σύστολα, να μην οριζόμαστε συνεχείς αλλά αυθύπαρκτοι κι αόριστοι!
Η εισαγόμενη κουλτούρα και ο –επιβληθείς από το σύστημα της νέας ζωής– καταναλωτικός τρόπος του ζην, ο νεωτερικός τρόπος ζωής του νεοέλληνα, οδήγησαν σε απόρριψη της παράδοσης και σε κατ’ ουσίαν διαγραφή του παρελθόντος. Τούτο συνέβη λόγω της σύγκρουσης των δύο αξιακών προτύπων, που εκ των πραγμάτων –εξαιτίας της κατάστασης σύγκρουσης στην οποία υποβλήθηκαν– επέφερε την ανατροπή, την αδιανόητη επανάσταση, την αποκοπή από το παρελθόν με τη δαμόκλειο σπάθη του μοντέρνου. Η παράδοση πρέσβευε τη λιτότητα, τη μετριότητα, την απλότητα˙ το σύγχρονο θέλει την κατανάλωση, την πλησμονή, την πολυσυνθετότητα. Υπάρχει το λοιπόν διαφορετική, αντιθετική ως ένα βαθμό κι αποκλίνουσα φιλοσοφία ζωής. Τούτο μολοντούτο δεν τ’ αποκλείει να συνυπάρχουν, να συνίστανται ως αρχές και πράξιμες αξίες, ως υποδείξεις και καταχωρήσεις του ζην˙ όμως το εφαρμοζόμενο σύστημα ζωής επέλεξε την απόρριψη της παράδοσης. Αυτή μετά τούτων κατέστη μουσειακή κι επιτηδευμένα πλέον προσεγγίζεται. Το παρελθόν έγινε παράταιρο κι η αναφορά του προκύπτει στο εξής ως αποτέλεσμα ανίερων και ψευδεπίγραφων συνθηκών και κανόνων, σε σχέση με την ανάγκη της συνέχειας του ζην˙ χωρίς μολαταύτα στην πράξη να υφίσταται!
Η διασύνδεση με το παρελθόν, ουσιαστικά αποκόπηκε, έγινε τυπική˙ η ματιά προς τα πίσω αποτέλεσε οπισθοδρόμηση και στασιμότητα. Και τούτο, αλί, συνιστά την καταδίκη μας, αφού θα έπρεπε το μέλλον μας να νοείται μέσα από το παρελθόν, και να πλάθεται συστάμενοι όντας συνειδητοί σε σχέση με αυτό. Πρέπει να διεκδικηθεί η ζωή που εχάθη με την αποστασιοποίησή μας από τις ρίζες, αναπτύσσοντας μια φιλοσοφία και έναν τρόπο ζωής που θα μας φέρει πάλι κοντά στις πηγές. Πρέπει να λογιστούμε για το αύριο μετρημένοι στο σήμερα, θεωρούμενοι μέσα από το παρελθόν. Όμορφα τα λέγει ως προς αυτό η Ινδή συγγραφέας Αρουντάτι Ρόι (Arundhati Roy): «Για να κερδίσουμε αυτό το φιλοσοφικό χώρο, είναι αναγκαίο να παραχωρήσουμε κάποιο φυσικό χώρο για την επιβίωση εκείνων που μπορούν να μοιάζουν με θεματοφύλακες του παρελθόντος μας, αλλά στην πραγματικότητα μπορούν να γίνουν οι οδηγοί μας για το μέλλον».
Κανόνας σήμερα αποτελεί η κατανάλωση του παρόντος. Τούτο διαμορφώνει καινοφανείς αξίες για τη ζωή, οι οποίες προωθούν, παράγουν, χωρίς μολαταύτα να προάγουν. Η ζωή κατέληξε να σπαταλιέται στο σήμερα, να μην της αφήνεται τόπος για το μέλλον, ν’ αφαιρείται κατ’ ουσίαν από το ζην, ενώ το παρελθόν της έχει ουσιαστικά διαγραφεί. Στις ρίζες όμως, υπάρχουν αξίες, υπάρχουν τα θέμελα που φτιάχνουν τις προοπτικές, που δίνουν νόημα στην άχαρη, πεζή ζωή και την αναγεννούν˙ που δημιουργούν μιαν αρχή. Αυτά όλα αποσβήνονται στο σήμερα, χάνουνται ως μνήμες, ως εικόνες, ως πράξεις, ως αξίες, ως νοήματα και διδάγματα. Και γινόμαστε ουτιδανοί, νοούμαστε αυθύπαρκτοι, αναζητώντας (;) ταυτότητα, υπόσταση και πατρίδα…
(από το βιβλίο “ΤΑ ΙΔΙΟΓΡΑΦΑ. Κείμενα αειθαλή και φυλοβόλλα (δοκίμια)”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017, http://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=40885#). Πηγή